-
1 νάρθηκες
νάρθηξgiant fennel: masc nom /voc pl -
2 νάρθηξ
νάρθηξ, ηκος, ὁ, 1) eine hochwachsende Doldenpflanze, ferula, mit knotigem, markvollem Stengel, in welchem Prometheus den Feuerfunken vom Himmel auf die Erde holte, Hes. O. 52 Th. 597; bes. wurde der Stengel von den Bacchanten bei den Festen des Dionysus gebraucht, Eur. Bacch. 147. 251 u. öfter; dah. νάρϑηκας ἐς ἱερούς, Mel. 1377; auch als Stock zum Schlagen gebraucht, Xen. Cyr. 2, 3, 20; Plut. Pomp. 18; die Aerzte schienten Beinbrüche damit, vgl. ναρϑηκίζω. – 2) ein Käsichen od. eine Büchse, Arzneien darin aufzubewahren, Luc. adv. indoct. 29; auch nannten die Aerzte ihre Schriften von den Arzneimitteln νάρϑηκες u. ναρϑήκια. – Uebh. ein Kasten, wie in einer kostbaren νάρϑηξ Alexander der Gr. die Aristotelische διόρϑωσις des Hom. mit sich führte, die daher ἡ ἐκ τοῦ νάρϑηκος hieß, Plut. Al. 8; vgl. Wolf Proleg. p. CLXXXIII.
-
3 ναρθηξ
- ηκος ὅ1) бот. нартек, ферула (Ferula communis L., растение из семейства зонтичных, сердцевина которого медленно тлеет, т.е. долго хранит огонь; отсюда миф о том, что похищенную у Зевса искру Прометей принес людям в стебле нартека) Hes., Aesch., etc.2) культ. нартековый жезл (вакхантов)(νάρθηκες ἱεροί Eur.)
3) нартековый прут, палка, дубинка Xen. etc.4) ларчик, шкатулка Luc.:(ἥ Ἰλιὰς) ἥ ἐκ τοῦ νάρθηκος Plut. Илиада в шкатулке (об экземпляре, отредактированном Аристотелем для Александра Македонского и хранившемся в ларце из нартека)
-
4 σιμός
A snub-nosed, flat-nosed, of the Ethiopians and their gods, Xenoph.16; of the Scythians, Hdt.4.23, cf.Ar.Ec. 617 ([comp] Comp.), 705, Theoc.3.8; represented as giving an arch, pert look,σιμός, ἐπίχαρις κληθείς Pl.R. 474d
; Arist. says that all children are σιμοί, Pr. 963b15; of dolphins, Arion 1.7; of dogs, X.Cyn.4.1; of the hippopotamus, Hdt.2.71, Arist.HA 502a11; of the ponies of the Sigynnae, Hdt.5.9; of bees and goats, Theoc.7.80, 8.50.2 of the nose, snub, flat, opp. γρυπός, Pl.Tht. 209c; τὸ σ. τῆς ῥινός,= σιμότης, X.Smp.5.6, cf. Arist. Pol. 1309b24.—As this kind of nose gives a pert expression, we findσιμὰ γελῶν AP5.176
(Mel.); σιμὰ σεσηρὼς μυχθίζεις ib. 178 (Id.); cf.σιμόω 1
.II metaph., bent upwards, like the slope of a hillside: hence, up-hill, opp.κατάντης, χωρίον Ar.Lys. 288
, ubi v. Sch.; πρὸς τὸ σ. διώκειν pursue up-hill, X.HG4.3.23;πρὸς τὸ σ. ἀνατρέχειν Dionys.Com.4
, cf.Arist.Pr. 870a30; σ. [ὁδός] X.Cyn.6.5; ὑπερβάλλειν τὰ ς. ib.5.16; σίμαι (sic cod.) the ends of the lyre, Hsch.; also, parts of the cornice, Id., cf. Vitr.3.5.12.2 generally, hollow, concave, opp. κυρτός, ἡ γαστὴρ τῶν ἀδείπνων ς. X.Cyr.8.4.21; τὰ σ. τοῦ ἥπατος the bottom of the liver, Poll.2.213, Gal.11.93; χεὶρ ς. Ath.14.630a; of splints, νάρθηκες ς. Hp.Off.12, acc. to Gal.18(2).833 rounded and tapering off towards the end, so as gradually to diminish the pressure; also, of a kind of bandage, Hp.Off.7.III σιμός· τυφλός, Hsch. -
5 νάρθηξ
νάρθηξ, ηκος, ὁ, (1) eine hochwachsende Doldenpflanze, ferula, mit knotigem, markvollem Stengel, in welchem Prometheus den Feuerfunken vom Himmel auf die Erde holte; bes. wurde der Stengel von den Bacchanten bei den Festen des Dionysus gebraucht; auch als Stock zum Schlagen gebraucht; die Ärzte schienten Beinbrüche damit. (2) ein Kästchen od. eine Büchse, Arzneien darin aufzubewahren; auch nannten die Ärzte ihre Schriften von den Arzneimitteln νάρϑηκες u. ναρϑήκια. Übh. ein Kasten, wie in einer kostbaren νάρϑηξ Alexander der Gr. die Aristotelische διόρϑωσις des Hom. mit sich führte, die daher ἡ ἐκ τοῦ νάρϑηκος hieß
См. также в других словарях:
νάρθηκες — νάρθηξ giant fennel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
DIONYSIA — I. DIONYSIA martyrio apud Alexandriam sub Decio coronata, A. C. 251. II. DIONYSIA matrona Christiana, persecutione Hunerici Vandalorum Regis una cum filio Maiorico, ad necem quaesita, hunc ad mortem raptum sic consolata est, Memento Fili, te… … Hofmann J. Lexicon universale
βασιλική — Ονομασία δημόσιου ρωμαϊκού κτιρίου και ενός ορισμένου αρχιτεκτονικού τύπου της χριστιανικής εκκλησίας που κατά την επικρατέστερη άποψη προήλθε από ανάλογες ειδωλολατρικές κατασκευές. ρωμαϊκή β. Χαρακτηριστικό κτίριο των ρωμαϊκών πόλεων,… … Dictionary of Greek
πλάστιγγα — η / πλάστιγξ, ιγγος, ΝΜΑ, ιων. τ. πλήστιγξ Α ο καθένας από τους δίσκους τού ζυγού, τής ζυγαριάς νεοελλ. 1. είδος ζυγού μεγάλων διαστάσεων κατάλληλου για το ζύγισμα βαρέων σωμάτων 2. φρ. «η πλάστιγγα κλίνει» ή «η πλάστιγγα γέρνει» λέγεται στις… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek